- τυχούσῃ
- τυγχάνωhappen to be ataor part act fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τυχούσηι — τυχούσῃ , τυγχάνω happen to be at aor part act fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безчастьныи — (4*) пр. 1.Не имеющий доли, части: о втѡрѣи женитвѣ... аще ли преже •в҃і҃• лѣ(т). во •в҃і҃• посагнути. бещастна будеть. ничтѡ же ѡ(т) первагѡ мужа приобрѣтающи. МПр XIV, 173. 2. Чуждый, непричастный к чему л.: великъ же чюдотворець и б҃олюбивъ || … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek